μονοτρόπου

μονοτρόπου
μονότροπος
living alone
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μονοτροπία — η (ΑΜ μονοτροπία) [μονότροπος] ανυπαρξία ποικιλίας, ομοιομορφία νεοελλ. φυσ. χημ. φαινόμενο κατά το οποίο δεν υπάρχει καθορισμένο σημείο μετατροπής ανάμεσα σε δύο διαφορετικές κρυσταλλικές μορφές τής ίδιας ουσίας, επειδή η μία από αυτές είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”